- αυτάρεσκος
- -η, -οαυτός που ικανοποιείται με τον εαυτό του· ουσ. αυταρέσκεια, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αὐτάρεσκος — self satisfied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτάρεσκος — η, ο (AM αὐτάρεσκος, ον) [αρέσκω] ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται μσν. εγωιστικός … Dictionary of Greek
αὐτάρεσκον — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem acc sg αὐτάρεσκος self satisfied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρέσκου — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρέσκων — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτάρεσκοι — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek
αυταρέσκεια — η (AM αὐταρέσκεια) [αυτάρεσκος] η ιδιότητα του αυτάρεσκου … Dictionary of Greek
γυναικάρεσκος — ο αβρός προς τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + άρεσκος < αρέσκω (πρβλ. ανθρωπάρεσκος, αυτάρεσκος). Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
μικροαστός — ο, θηλ. μικροαστή 1. άτομο που εντάσσεται στη μικροαστική τάξη 2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από πολιτική και ιδεολογική αστάθεια 3. άτομο με καιροσκοπική ή ατομικιστική κοινωνική συμπεριφορά 4. άνθρωπος αυτάρεσκος, με στενές αντιλήψεις.… … Dictionary of Greek